- ομοιωματικός
- -ή, -ό1. αυτός που δηλώνει ή εκφράζει ομοιότητα προς κάποιον άλλο.2. (γραμμ.), ομοιωματικά, τα σημάδια που δείχνουν επανάληψη της ίδιας λέξης ή του ίδιου αριθμού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.